σκυθρωπότητα

σκυθρωπότητα
[-ης (-ητος)] η хмурость, угрюмость; мрачность

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "σκυθρωπότητα" в других словарях:

  • σκυθρωπότητα — η / σκυθρωπότης, ητος, ΝΑ [σκυθρωπός] η κατάσταση τού σκυθρωπού, έκφραση κακής ψυχικής διάθεσης στο πρόσωπο, σκυθρωπασμός, κατήφεια, κατσουφιά, σκουντούφλιασμα …   Dictionary of Greek

  • σκυθρωπότητα — η κατήφεια, κατσουφιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκυθρωπότητα — σκυθρωπότης sullenness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυθρωπός — ή, ό / σκυθρωπός, όν, ΝΑ κατηφής, συνοφρυωμένος, κατσούφης σκουντούφλης («σὲ τὴν σκυθρωπὸν καὶ πόσει θυμουμένην Μήδειαν», Ευρ.) αρχ. 1. αυτός που έχει αυστηρό ύφος μπροστά σε κάποιον άλλο και ιδίως αυτός που έχει προσποιητή σοβαρότητα («ἐπὶ μὲν… …   Dictionary of Greek

  • αλλαξομουτσούνιασμα — το [αλλαξομουτσουνιάζω] 1. αλλοίωση των χαρακτηριστικών τού προσώπου ένεκα σωματικής παθήσεως 2. σκυθρωπότητα, κατήφεια …   Dictionary of Greek

  • βαρυθυμία — και βαρυθυμιά, η (AM βαρυθυμία) [βαρύθυμος] δυσθυμία, σκυθρωπότητα …   Dictionary of Greek

  • κατήφεια — η (AM κατήφεια, Α ιων. και επικ. τ. κατηφείη και κατηφίη) [κατηφής] η κατάσταση ή η όψη τού κατηφούς, ακεφιά, δυσθυμία, βαρυθυμία, σκυθρωπότητα, κατσουφιά («διά τούτο έκλινε προς την κατήφειαν και ήτο σιωπηλός», Καλλιγ.) αρχ. θλίψη που προκαλεί… …   Dictionary of Greek

  • κατσούφιασμα — το [κατσουφιάζω] η κατήφεια, η σκυθρωπότητα …   Dictionary of Greek

  • στυγνότητα — η / στυγνότης, ητος, ΝΑ [στυγνός] η ιδιότητα, το γνώρισμα τού στυγνού, κατήφεια, σκυθρωπότητα αρχ. το να είναι κανείς μισητός …   Dictionary of Greek

  • συλλογισμός — Σύμφωνα με τον ορισμό που πρώτος έδωσε ο Αριστοτέλης, σ. είναι ένας τρόπος σκέψης, όπου, αφού τεθούν δύο προτάσεις, ακολουθεί ένα συμπέρασμα διαφορετικό από τις προτάσεις και αναγκαίο. Τόσο οι προτάσεις όσο και το συμπέρασμα αποτελούνται από… …   Dictionary of Greek

  • συννέφιασμα — το, Ν [συννεφιάζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συννεφιάζω, νέφωση, κάλυψη τού ουρανού με σύννεφα 2. μτφ. σκυθρωπότητα, θλιμμένη έκφραση προσώπου …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»